αποστέρηση

αποστέρηση
η
στέρηση, αφαίρεση: Εκείνο που τον στενοχωρούσε περισσότερο ήταν η αποστέρηση των δικών του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… …   Dictionary of Greek

  • ἀποστερήσῃ — ἀποστερήσηι , ἀποστέρησις deprivation fem dat sg (epic) ἀποστερέω rob fut ind pass 2nd sg ἀποστερέω rob aor subj mid 2nd sg ἀποστερέω rob aor subj act 3rd sg ἀποστερέω rob fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστερήσηι — ἀποστέρησις deprivation fem dat sg (epic) ἀποστερήσῃ , ἀποστερέω rob fut ind pass 2nd sg ἀποστερήσῃ , ἀποστερέω rob aor subj mid 2nd sg ἀποστερήσῃ , ἀποστερέω rob aor subj act 3rd sg ἀποστερήσῃ , ἀποστερέω rob fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμερσις — ἄμερσις ( έως), η (Μ) [ἀμέρδω] αφαίρεση, αποστέρηση …   Dictionary of Greek

  • έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… …   Dictionary of Greek

  • ακληρία — η (Α ἀκληρία) και ακληριά [ἄκληρος] νεοελλ. 1. η ατεκνία 2. η φτώχεια, η δυστυχία μσν. αποστέρηση εδαφών που ανήκουν σε κάποιον με κληρονομικό δικαίωμα αρχ. η ατυχία …   Dictionary of Greek

  • αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… …   Dictionary of Greek

  • αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής …   Dictionary of Greek

  • αποχρήματος — ἀποχρήματος, ον (Α) φρ. «ἀποχρήματος ζημία» αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία …   Dictionary of Greek

  • αποψίλωση — η (AM ἀποψίλωσις) 1. η γύμνωση μιας έκτασης από βλάστηση με ξερίζωμα ή ολοκληρωτικό κάψιμο των φυτών της 2. η τέλεια αποστέρηση κάποιου από κάτι αρχ. 1. η ολοκληρωτική αφαίρεση των τριχών, η αποτρίχωση, το μάδημα 2. (για αμπέλι) απογύμνωση από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”